- ἐκλυτήριον
- ἐκλυτήριοςbringing releasemasc/fem acc sgἐκλυτήριοςbringing releaseneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκλυτήριος — ἐκλυτήριος, ον (Α) 1. αυτός που συντελεί στην απαλλαγή από το κακό 2. το ουδ. ως ουσ. τo ἐκλυτήριον εξιλαστήρια θυσία ή προσφορά … Dictionary of Greek